Η ρήση βίος και πολιτεία βρήκε τον απόλυτο εκφραστή της μέσα στο πρόσωπό του Ζαχου Χατζηφωτιου.
Καταγόταν από τα Ψαρά. Μεγάλωσε όμως μέσα στον καλό κόσμο με savoir vivre ,σαν ένας σωστός Gentleman.ενας υπέροχος συγγραφέας με σπιρτοζικη πένα.
Έφυγαν από τα Ψαρά το 1824 , μετά την καταστροφή του από τους Τούρκους, εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Σύρο και μετά στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην Πλάκα όπου γεννήθηκε ο Ζάχος στις 28 Σεπτεμβρίου 1923. Αποφοίτησε από το Πειραματικό σχολείο του πανεπιστημίου Αθηνών. Τα παιδικά του χρόνια περνούσε τις Κυριακές με τον Τσελεμεντέ μέχρι τα καλοκαίρια στην Κηφισιά, μεγάλωσε σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, εξελίχθηκε σε γλεντζέ, μέγα εραστή, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτη, ραλίστα και τόσα άλλα,
Στην Κατοχή, σε ηλικία 17 ετών, έφυγε στην Αίγυπτο, όπου έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις, πρώτα ως στρατιώτης στους Ποντικούς της Ερήμου, στην πολιορκία του Τομπρούκ, και μετά συμμετέχοντας στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία Ρίμινι, η οποία μπήκε πρώτη στο Ρίμινι, όπου και παρασημοφορήθηκε. Στα Δεκεμβριανά, η ταξιαρχία υπό τις διαταγές του ανέλαβε την εκδίωξη μικρού θύλακα του ΕΑΜ που είχε καταφύγει κοντά στο ρεύμα του Αρδηττού χωρίς θύματα, όπως υποστηρίζει ο ίδιος.την εφημερίδα «Καθημερινή» (1974-1977), στον «Ταχυδρόμο» με το ψευδώνυμο «Ίακχος» από το 1975 και στα «Νέα» ως «ο Διακριτικός» από το 1977. Εργάστηκε στην τηλεόραση και έγινε γνωστός από την εκπομπή «Το πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου».
Συγγραφέας των βιβλίων «Τα εν οίκω… εν Δήμω», «Πωλείται Συνείδησις», «Συννεφιάζει και στη Μύκονο», «Πάντα την Κυριακή», «Ο Ίακχος κι εγώ», «100 εκπομπές», «Χιούμορ και ζωγραφική», «Τα Μονοπάτια του Πολέμου» και άλλα.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου έγινε ευρύτερα γνωστός από το τηλεοπτικό πεντάλεπτο κοινωνικής κριτικής και ως κοσμικογράφος, ένας «μπον βιβέρ» με πολλές αναμνήσεις της αθηναϊκής ζωής
Ποιος δεν ήξερε τον Ζάχο Χατζηφωτίου; Άνθρωπος της «παλαιάς σχολής». Είχε «καπαρώσει» στο google.gr το «Ζάχος» για τον εαυτό του και ακολουθούσαν 4.150 αναφορές στο πρόσωπό του, ενώ στο Yahoo διάβαζες 7.280 αναφορές για εκείνον και λίγες είναι!
Ο άνθρωπος ήταν από τους λίγους που θα μπορούσε να πει : «Έζησα όπως ήθελα. Θυελλωδώς καλά!». Γκάγκαρος Αθηναίος μεγαλοαστός που έζησε τα άγουρα χρόνια σε μια Αθήνα ρομαντική και γοητευτική, γλεντζές και μέγας εραστής, τζέντλεμαν και κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής, αντιδήμαρχος. Πέντε γάμοι που πέρασαν στην ιστορία και πάνω από 10 παράσημα για τον θεότρελο παρορμητικο έφηβο, που έφυγε για να πολεμήσει στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής.
Εμείς όμως δεν θα αναφερθούμε για τα χρονια της ωριμοτηας , ούτε για τα πικάντικα χρόνια του Ζάχου. Σαν θαυμαστές του μας ενδιαφέρουν οι αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων. Τότε που οι γειτονιές στην Αθήνα ήταν σαν να είναι βγαλμένες από ταινία του παλιού καλού κινηματογράφου…
Τα Νεανικά χρόνια γεννήθηκε το 1923 στην Πλάκα, Το σπίτι μας, ένα δίοροφο νεοκλασικό αρχοντικό, ειχε θέα στη μικρή πλατεία που είναι το μνημείο του Λυσικράτη γνωστό και σαν φανάρι του Διογένη. Ο πατέρας του Γιώργος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους χονδρεμπόρους υφασμάτων στην Αθήνα. Το μαγαζί του, ήταν στην Ερμού, έσφυζε από κίνηση όλη μέρα. Στο σπίτι δεν τον έβλεπαν συνεχεία, η Κυριακή ήταν η μέρα που αφιέρωνε σε εκείνον και την αδερφή του
Η μητέρα του Πολυτιμη ήταν καθηγήτρια των Αρχαίων Ελληνικών στο Αρσάκειο . Σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες του συντηρητισμού εκείνης της εποχής, με το που παντρεύτηκε τον πατέρα του σταμάτησε να δουλεύει και είχε πια μόνο έναν μαθητή , τον Ζάχο. Σε νεαρή ακόμη ηλικία ήξερα όλα τα έργα των Αρχαίων Κλασσικών, τα Γαλλικά και Αγγλικά .. ηταν αυστηρή ως μητέρα!
Στην ησυχη γειτονιά, που γινόταν ακόμη πιο ήσυχη αφού δεν τον άφηνε η μητέρα του να κυκλοφορεί στους δρόμους. Ήξερε βέβαια ότι, τα πιο ζωηρά αγόρια έπαιζαν πετροπόλεμο με τις αντίπαλες συνοικιες. Αλλά δεν μπορείνα σ περιγράψει τίποτε απ’ αυτους τους καβγαδες, εκτός βέβαια από κάποιες εικόνες νεαρών αγοριών που γύριζαν στους δρόμους με σπασμένα κεφάλια, ενώ από πίσω τα κυνηγούσαν με τσιριχτά και απειλές οι μανάδες τους..Το στρατηγείο του ήταν το μπαλκόνι του . Από κει έλεγχε κάθε μέρα τι γινόταν στην ήσυχη γειτονιά του. Πρώτα από όλα το μεγάλο κάρο που μάζευε δυο φορές την εβδομάδα τα σκουπίδια∙ ακολουθούσαν και πολλοί άλλοι γυρολόγοι. Τέλος, φυσικά, οι γείτονες με όλες τις συνήθειές τους. Το 1928 ακριβώς απέναντι από το σπίτι του παιζόταν ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου, και φυσικά από το δικο του ιδιωτικο θεωρειο 《το μπαλκονι του》 δεν έχανε καμία παράσταση . Καθε εβδομάδα είχε και άλλη παράσταση. Το νερό στο σπίτι πήγαινε μαζί μ’ αυτό και ένας υπάλληλος του πατέρα του, που το ανέβαζε με τη βοήθεια μιας τρόμπας το νερό στο μεγάλο ντεπόζιτο στην ταρατσα . Το απόλυτο δώρο που πήρε σαν παιδί ήταν ένα ποδήλατο με βοηθητικές ρόδες πίσω, για να μην πέφτω. Αυτό σήμαινε και έξοδο από το σπίτι.
Όπως συνηθιζόταν τότε, κάθε καθώς πρέπει σπίτι δεχότανε κοινωνικές επισκέψεις συγκεκριμένη μέρα της εβδομάδας, που τις ονόμαζαν jour fix. Η jour fix στο σπίτι τους ήταν κάθε Πέμπτη αλλά, η αναστάτωση ,για τα παιδιά, το πανηγύριτων προετοιμασιών ξεκινούσε από την αρχή της εβδομάδας. Οι Κυριακές είχαν ένα ξεχωριστό τελετουργικό. Με πολύ συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Πρώταμε εκκλησιασμό στη Μητρόπολη. Ο πατέρας του ισχυριζόταν ότι ο καλός έμπορος εκκλησιάζεται στην ενορία όπου εδρεύει η επιχείρησή του, για να τον βλέπουν με επιπλέον συμπάθεια οι πελάτες του!Ακολουθούσε επίσκεψη στο καφέ-ζαχαροπλαστείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα. Για την αγαπημένη πάστα η τρούφα. Λίγο περπάτημα και επιστροφή στο σπίτι για το κυριακάτικο επίσημο οικογενειακό γεύμα. Μοναδικός τακτικός επισκέπτης, ο Νίκος Τσελεμεντές που τους μαγειρεύε ο ίδιος κάτι θεσπέσια φαγητά. Είχε φροντίσει από την αρχή της εβδομάδας να στείλει με σημείωμα τα υλικά που θα χρειαζόταν απο την αρχη της εβδομαδας. Ηταν ένας πολύ ευγενικός άνθρωπος και πολύ ευχάριστος συνομιλητής.
Τα καλοκαίρια με τη ζέστη από το μαιο έφευγαν για το εξοχικό τους στην Κηφισιά Πού να μείνεις καλοκαίρι στην Πλάκα… Το σπίτι γέμιζε φάκες για τα ποντίκια και είχε παρα πολλες κατσαρίδες. Η μητέρα του δεν τα μπορουσε καθόλου ετσι, έφευγαν το Μάιο για το εξοχικό στην Κηφισιά και γυρίζαν τον Οκτώβριο. Με βαριά καρδιά βεβαια γύριζαν , γιατί για τα παιδιά, η Κηφισιά ήταν ο παράδεισός τους . Στους άδειους χωμάτινους δρόμους το ποδήλατό έκανε θραύση. Ειχε και πατίνια με ρόδες, τα πρωινά έκανε πατινάζ στην πίστα της «Μπομπονιέρας». Το βραδάκι, σινεμά 8-10 πάλι στην «Μπομπονιέρα», ενώ δύο Σαββατοκύριακα το μήνα ανέβαινε και ο Αττίκ με το θίασό του. Στην Κηφισιά μπορούσε επιτέλους να παίξει και με άλλα συνομήλικα παιδιά∙ αγόρια και κορίτσια. Στην Κηφισιά ανέβαιναν με το δικό τους αυτοκίνητο και τον σωφέρ, τον Θανάση. Ο θανασης πότε-πότε στο δρόμο για την Κηφισιά, ήξερε ότι στο ύψος του «Παράδεισου» του Αμαρουσίου υπήρχε ένα ωραίο ταβερνάκι με ακόμη ωραιότερη ρετσίνα. Όταν έφταναν λοιπόν στον «Παράδεισο», σταμάταγε το αμάξι και μονολογούσε: «Πω-πω, πάλι ζεστάθηκε τ’αμάξι», μάλλον γιατί στο σωφερ άρεσε να πίνει κάνα κρασί. Ο πατέρας του χαμογελώντας, ήξερε ότι, ώσπου να «κρυώσει» η μηχανή, ο κυρ-Θανάσης θα δοκίμαζε την αγαπημένη του κεχριμπαρένια ρετσινα . Το αμάξι ήταν ένας διαφορετικός μαγνήτης για τον Ζαχο και φρόντιζε συστηματικά να παίρνει μαθήματα και επεξηγήσεις από τον κυρ-Θανάση. Δεν άργησε και στα 12 το πήρε και το οδηγησε, τ’αμάξια τότε ήταν δύσκολα…Ειχε συμμετοχές σε πολλά ραλλυ αργότερα με πολλές επιτυχίες και κύπελλα.
Δεν ηταν και το πιο ήσυχο παιδί του κόσμου! Ξεκίνησε το Δημοτικό στην Πλάκα, στη Σχολή Χιλλ. Ακολούθησε η Σχολή Μακρή που τότε ήταν στην Ιπποκράτους. Μετά έγινε Παρθεναγωγείο,. Μετά εσωτερικός στην «Κοργιαλένειο Σχολή» στις Σπέτσες και κατέληξε στο Πειραματικό, όταν μένανε πια στο Κολωνάκι.
Πλάκα, Κηφισιά, Κολωνάκι, Φάληρο. Έχει κάνει το ολοκληρωμένο οδοιπορικό ενός συνεπή Παλιού Αθηναίου!