Ο καλλιτέχνης «έφυγε» αλλά άφησε πίσω του μια σημαντική παρακαταθήκη με τα τραγούδια του.
Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1937 στου Ζωγράφου και ήταν ένα από τα έξι παιδιά ενός γιατρού και μιας τραπεζικού.
Ο μπαμπάς του πέθανε όσο ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν ακόμα μικρό παιδί. Έτσι, μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέρφια του.
Η κιθάρα, ο διαγωνισμός και η ιατρική
Στα 15 του τού έκαναν δώρο μία κιθάρα και τότε κατάλαβε ότι θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική. Στα ’60s πήγε στην εκπομπή νέα ταλέντα της κρατικής τηλεόρασης μαζί με δύο φίλους του και παρουσίασαν το τρίο Μπραζίλ. Ο Σταμάτης Κόκοτας ξεχώρισε αμέσως, όμως η οικογένειά του τον έστειλε στο Παρίσι για σπουδές στην ιατρική. «Πήγα στο Παρίσι να σπουδάσω ιατρική, όπως ήθελε η οικογένεια, όμως εκεί άρχισα το τραγούδι σε καμπαρέ», είχε πει ο ίδιος πριν από πολλά χρόνια.Στην Πόλη του Φωτός ξεκίνησε να εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα και να αποκτά φήμη ως επαγγελματίας πια τραγουδιστής. Ασχολήθηκε όμως και με την τηλεόραση.«Έκανα και πολλή τηλεόραση. Δίπλα σε μεγάλους σαν τον Αζναβούρ, τον Ζιλμπέρ Μπεκό. Αλλά και στην Ιταλία με τον Τζιάνι Μοράντι. Έλειψα οκτώ χρόνια. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, ήμουν πανευτυχής, ήθελα να μείνω», είχε αποκαλύψει.
Και ενώ ανοιγόταν μια λαμπρή καριέρα στην Ευρώπη, γνωρίζει τον άνθρωπο που του άλλαξε τη ζωή. Ο λόγος για τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Ο μεγάλος συνθέτης τον έπεισε να αφήσει το Παρίσι, να επιστρέψει στη χώρα μας και τον σύστησε στο ελληνικό κοινό. «Χρωστάω πάρα πολλά στον Ξαρχάκο, διότι εκείνος ανακάλυψε τον Κόκοτα, εκείνος με παρουσίασε στο ελληνικό κοινό κι εγώ κατάφερα και στάθηκα», είχε παραδεχτεί.
Τα κομμάτια που τον έκαναν γνωστό
Επιστρέφοντας στην πατρίδα, το νέο αστέρι του ελληνικού πενταγράμμου ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω», ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο.
«Το μπαμ έγινε το 1966 με τον Σταύρο Ξαρχάκο και το «Ένα μεσημέρι». Έπειτα το «Όνειρο απατηλό» του Καλδάρα και πόσα ακόμη. Υπήρχαν σεζόν που ο κόσμος στεκόταν ουρές, 300 και 500 μέτρα μέσα στο κρύο, για να μπει στο μαγαζί όπου τραγουδούσα, στο κέντρο της Αθήνας και να ακούσει το «Όνειρο απατηλό»».
Η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη και ο Σταμάτης Κόκοτας γίνεται σταρ. Βγαίνει στο δρόμο και ο κόσμος τον αποθεώνει ενώ στα μαγαζιά που τραγουδά επικρατεί πανικός.
Τις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνεργάζεται με ορισμένους από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες της εποχής, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Αντώνης Κατινάρης, ο Χάρης Λυμπερόπουλος, ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής, ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Ανδρέας Καραγιαννόπουλος.
Ο ίδιος, παρά τη σημαντική δισκογραφική του παρουσία και τις πωλήσεις του που ξεπερνούν τις 100.000 κάθε φορά, παραμένει ταπεινός. «Είχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να ‘χει άνθρωπος. Δεν καταδεχόμουν το σταρ όμως».
Επίσης, υπήρξε αδελφικός φίλος με τον Αριστοτέλη Ωνάση και είχε άριστες σχέσεις με την Μαρία Κάλλας και την Τζάκι Κέννεντι.
Τα γλέντια στον Σκορπιό και το συρτάκι στην Τζάκι
«Ο Αρίστος με ξεχώριζε και η Μαρία μού έλεγε “τι γλυκά που τραγουδάς Σταμάτη”. Με τη Μαρία δεν ήταν εύκολο να μιλήσει κάποιος, δεν συζητούσαμε πολύ, λίγα πράγματα. Της χάρισα όμως έξι long play δικά μου τα οποία άκουγε κάθε βράδυ, όταν ήθελε να ξεκουραστεί. Χάρηκα που είχα την τύχη να γνωρίσω μια τέτοια κυρία», έχει εξομολογηθεί ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει τον Έλληνα κροίσο «παλικάρι». «Ήταν ένας άντρας που ποτέ δεν είχε υπολογίσει τα λεφτά, ποιος ήταν, τι έκανε και τι δεν έκανε. Γινόταν πάντα ό,τι ήθελε η παρέα. Είναι γνωστό ότι την ώρα που τραγουδούσα κι εκείνος καθόταν στο πρώτο τραπέζι απέναντι μου ή ενόσω βρισκόμασταν στον Σκορπιό, σε κάτι λουκούλλεια γεύματα με 50 τραπέζια από κάτω, είχαν υπογραφεί συμβόλαια δισεκατομμυρίων δολαρίων». Πολύ συχνά ο Σταμάτης Κόκοτας τραγουδούσε μπροστά σε τουλάχιστον 30-40 καλεσμένους του, που μπορεί να ήταν από βασιλιάδες και πρωθυπουργούς μέχρι και τραπεζίτες και επιχειρηματίες.Πολλές φορές ενώ ο Σταμάτης Κόκοτας είχε μόλις επιστρέψει από το μαγαζί ο Ωνάσης έστελνε τον οδηγό του για να τον πάρει για τον Σκορπιό. «Ξυπνήστε τον, είναι το αυτοκίνητο από κάτω, πρέπει να έρθει γιατί έχουμε καλεσμένους στον Σκορπιό».
Επίσης, είναι γνωστή η ιστορία με τον εφοπλιστή, που του έστειλε το ιδιωτικό του ελικόπτερο προκειμένου να πάει στο ιδιωτικό του νησί, και να μάθει συρτάκι στην Τζάκι Κέννεντι.
«Ήμουν ο διασκεδαστής του. Έτυχε να κάνουμε πολλές παρέες με πολύ δύσκολους ανθρώπους, από βασιλιάδες και βάλε. Μέχρι την ημέρα που έφυγε από αυτόν τον κόσμο, ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν καλός άνθρωπος, ένας λεβέντης και μισός. Όταν έβλεπε ότι κάποιος με ενοχλούσε, πήγαινε κοντά του και τον έδιωχνε», έχει πει ο Σταμάτης Κόκοτας στο «Πρωινό» για τη σχέση που είχε με τον Ωνάση.
Η αγάπη για την ταχύτητα
Στο μεταξύ, κάπου ανάμεσα στις επιτυχίες έρχεται και το αυτοκίνητο. Ο Σταμάτης Κόκοτας έχει πάθος με τους τέσσερις τροχούς και ξεκινά τις προπονήσεις αλλά και τις αναβάσεις στην Πάρνηθα. Συμμετέχει σε πολλούς αγώνες ταχύτητας στη Ρόδο, στην Κέρκυρα, στο Τατόι και στη Νέα Σμύρνη. Οι φωτογραφίες του από τη θέση του οδηγού φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα Επίσης, φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες και γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης. Η μεγάλη του αδυναμία; Οι αντίκες.«Μου άρεσε το αυτοκίνητο, η ταχύτητα, έπαιξα όσο ήθελα, τώρα ούτε το καβαλάω». Είχα όντως και Ρολς Ρόις αλλά την έδωσα», είχε πει.
Η ιδιαίτερη αγάπη του για τα αυτοκίνητα και η Λαμποργκίνι
Ο Σταμάτης Κόκοτας είχε λατρεία με τα αυτοκίνητα. Οι φωτογραφίες του ως οδηγού αγώνων φιγουράριζαν στα πρωτοσέλιδα. Ο ίδιος έχει εξομολογηθεί: «Μου άρεσε το αυτοκίνητο, η ταχύτητα, έπαιξα όσο ήθελα, τώρα ούτε το καβαλάω».
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγόρασε το 1969 μία εκ των 140 συνολικά Lamborghini Miura S, που κατασκευάστηκαν από το 1968 – 1971 και τη δώρισε στον τραγουδιστή.
Λίγα χρόνια αργότερα όμως, ο V12 κινητήρας των 3,9 λίτρων παρουσίασε μηχανική βλάβη, αφαιρέθηκε και στάλθηκε στη Lamborghini για επισκευή.
Η Miura, με τα διακριτικά P400 S, αποθηκεύτηκε στο πάρκινγκ του Χίλτον, όπου και έμεινε μέχρι την έναρξη της μεγάλης ανακαίνισης του ξενοδοχείου το 2003. Τότε μεταφέρθηκε σε άλλο υπόγειο γκαράζ, χωρίς τον κινητήρα, αφού ο V12 παρέμεινε ως έκθεμα στο μουσείο της Lamborghini.
Τον Δεκέμβριο του 2012 το αμάξι, που «δεν χάρισε αναμνήσεις» στον Σταμάτη Κόκοτα όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, άλλαξε χέρια έναντι του ποσού των 320.000 ευρώ στη δημοπρασία «True Greats» του οίκου COYS, ποσό το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί χαμηλό δεδομένης της σπανιότητας του αυτοκινήτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ωνάσης πριν δώσει τη Λαμποργκίνι στον Κόκοτα ζήτησε να αλλάξει το χρώμα και το κλασσικό πράσινο να γίνει καφέ σκούρο ενώ τοποθετήθηκαν και αλουμινένια πλαίσια στους αεραγωγούς, ιδιαίτερος λεβιές ταχυτήτων, χειρολαβή κεντρικής κονσόλας και το τιμόνι διακοσμήθηκε με λεπτομέρειες αλουμινίου.
Σήμα κατατεθέν του, όλα τα χρόνια οι φαβορίτες του, γύρω από τις οποίες έχουν ακουστεί πολλά. Κάποια ισχύουν και κάποια άλλα αιωρούνταν ως μύθος.
«Τις αγαπάω τις φαβορίτες μου»
Οι φαβορίτες ήταν το σήμα κατατεθέν του Σταμάτη Κόκοτα, όπως προαναφέραμε.
Δεν τις αποχωριζόταν για κανέναν λόγο. Ούτε, όταν του έδιναν δεκάδες εκατομμύρια.
«Τις αγαπάω. Δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Για να ξυρίσω τις φαβορίτες μου έδιναν 50 εκατομμύρια δραχμές. Για εμένα δεν είχε καμία σημασία, τον έστειλα από εκεί που ήρθε. Απ’ την Αμερική ήρθε και τον έστειλα πίσω. Είπα ‘σας ευχαριστώ πολύ, αλλά χτυπήσατε λάθος πόρτα’». », είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, αναφορικά με την πρόταση που του έκανε εταιρεία με ξυραφάκια.
Ο ίδιος επίσης μίλησε και για το μύθο που κυκλοφορούσε χρόνια σε ότι αφορά επίσης τις φαβορίτες του: «Τα παιδιάκια στα σχολεία λέγανε ‘ο Κόκοτας δεν έχει αφτιά γι’ αυτό άφησε τόσο μεγάλες φαβορίτες’» κάτι το οποίο του προξενούσε γέλιο.
Τα τελευταία χρόνια έκανε σπάνια δημόσιες εμφανίσεις. Τελευταία δημόσια εμφάνιση έκανε την περασμένη άνοιξη όταν βρέθηκε στο Hotel Ερμού για να απολαύσει από κοντά την Άννα Βίσση που συγκινημένη του έδωσε το μικρόφωνο σε μια βραδιά που όσοι είχαν την τύχη να βρίσκονται στο μαγαζί σίγουρα θα τη θυμούνται.
Πηγή Διαδίκτυο