Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης. Γεννήθηκε το 1797 στην Κρύα Βρύση του χωριού Αβορίτι, χωριό με πέντε σπίτια, όπως αναφέρει ο ίδιος (το Αβορίτι σήμερα είναι αγροτική περιοχή του Κροκυλείου).
Όταν ήταν νήπιο, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Αλβανούς του Αλή πασά, στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκε τότε η περιοχή του Κροκυλείου. Η οικογένεια -το πραγματικό της όνομα ήταν Τριανταφύλλου- αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, με μεγάλο κίνδυνο, κατ’ αρχήν στη Λιβαδειά. Ο ίδιος αναφέρει ότι φεύγοντας έπρεπε να περάσουν το ενετικό γεφύρι του Στενού που το φρουρούσαν οι Τούρκοι. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η φυγή έγινε χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη, που τα ποτάμια είναι κατεβασμένα. Δεν γνωρίζουμε αν η φυγή έχει σχέση με τη μετανάστευση των 100 οικογενειών στην Πελοπόννησο που είδαμε πρωτύτερα*, πάντως πρέπει να έγινε την ίδια περίπου εποχή.
Μετά το 1811 ο Μακρυγιάννης πήγε στην Άρτα ως επιστάτης στο σπίτι του συγχωριανού του Θανάση Λιδωρίκη. Ο Λιδωρίκης ήταν σφραγιδοφύλακας του Αλή στα Γιάννενα, αλλά, γνωρίζοντας με ποιον είχε να κάνει, διατηρούσε την οικογένειά του στην Άρτα. Το 1820 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια συμμετείχε στον Αγώνα με σώμα αγωνιστών που συντηρούσε ο ίδιος, γιατί στο μεταξύ είχε αποκτήσει περιουσία ως έμπορος στην Άρτα. Ο Μακρυγιάννης στην πολεμική του σταδιοδρομία δεν ακολούθησε την πορεία της πλειοψηφίας των αγωνιστών από το Κροκύλειο που παρουσιάσαμε παραπάνω**. Η δράση του, που είναι ευρύτατα γνωστή, εκτεινόταν πέρα από τα τοπικά όρια. Η μεγαλοσύνη του έγκειται σε δύο στοιχεία που τον ξεχωρίζουν από την πλειοψηφία των συναγωνιστών του.
Πρώτον, μετεπαναστατικά, αγωνίστηκε και στο πολιτικό πεδίο. Για πολλά χρόνια εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων. Η κορύφωση αυτής της δράσης ήρθε με την πρωταγωνιστική συμμετοχή του στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Η εμμονή του στη Δικαιοσύνη και την Αλήθεια κατέληξε στην καταδίκη του σε θάνατο το Μάρτη του 1853, με την κατηγορία ότι σχεδίαζε ανατροπή του καθεστώτος και δολοφονία του βασιλιά. Η ποινή του όμως μετατράπηκε σε ισόβια και τον επόμενο χρόνο του δόθηκε χάρη.
Δεύτερον, επειδή δεν θεώρησε αρκετή για την προώθηση του Δικαίου και της Αλήθειας τη συμμετοχή του στην πολιτική, έμαθε γράμματα στα γεράματα και έγραψε τα γνωστά “Απομνημονεύματα”, έργο που αποτελεί σταθμό στη νεοελληνική γραμματεία. Περιέχει ιστορικές πληροφορίες για αγωνιστές που αγνοήθηκαν από την επίσημη ιστορία, καθώς και πληροφορίες για μικρότητες και αγριότητες γνωστών αγωνιστών.
Εκτός από “Απομνημονεύματα”, το έργο αυτό αποτελεί μνημείο του νεοελληνικού λόγου, γι’ αυτό και έχει γίνει πασίγνωστο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι έχει μεταφραστεί ολόκληρο, ή αποσπασματικά, και σε άλλες γλώσσες. Τα “Απομνημονεύματα” του Μακρυγιάννη από αρκετούς δεν θεωρούνται αντικειμενικά, γιατί τα έγραψε με πάθος, οξύτητα, ίσως και με εγωισμό.
Τα “Απομνημονεύματα” δεν είναι το μοναδικό λογοτεχνικό έργο του Μακρυγιάννη. Το 1983 κυκλοφόρησε και άλλο “ιστορικόν” έργο του, με τον τίτλο “Οράματα και Θάματα”, όπως ο ίδιος το είχε ονομάσει. Το έργο αυτό δεν έχει την ιστορική σημασία των “Απομνημονευμάτων”, ο Βλαχογιάννης μάλιστα το θεωρούσε “θρησκοληπτικό”. Είναι η συνομιλία ενός βασανισμένου μοναχικού ανθρώπου με το θεό, έχοντας ως ενδιάμεσο μια ανώνυμη γυναίκα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό γράφτηκε σε περίοδο μεγάλης εκκλησιαστικής κρίσης και δείχνει τη βαθιά ορθόδοξη πίστη του Μακρυγιάννη.
Ο Μακρυγιάννης ήταν ακόμα πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό. Το 1836 κάλεσε το λαϊκό ζωγράφο Παναγιώτη Ζωγράφο (όνομα και πράμα) και τους δύο γιους του για να ζωγραφίσουν σε πίνακες, με έξοδά του, τις μεγάλες στιγμές του Αγώνα. Ο Παναγιώτης ζωγράφισε συνολικά 25 εικόνες πάνω σε ξύλο. Τις ίδιες εικόνες τις ζωγράφισε με νερομπογιά σε στρατσόχαρτο, σε 4 σειρές, ο γιος τού Παναγιώτη, ο Δημήτριος Ζωγράφος.Από τα πρωτότυπα αυτά έργα διασώζονται επτά. Ο Μακρυγιάννης χάρισε από μια σειρά των εικόνων στα στρατσόχαρτα στον Όθωνα και στους πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Ο αγωνιστής Μακρυγιάννης, δίκαιος, παθιασμένος, φιλαλήθης, βαθύτατα ορθόδοξος χριστιανός και λογοτεχνικά ανήσυχος, ξεκουράστηκε για πάντα στην Αθήνα το 1864 και είναι ενταφιασμένος στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Από το Εν Κροκυλείω Δωρίδος του Παρασκευά Αθ. Μπακαρέζου