Ο Κουτσί βίωσε εκ των έσω την ταραχώδη –στοιχειωμένη από το απαρτχάιντ– πρόσφατη ιστορία της χώρας του, και με φόντο αυτήν, άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, έγραψε τα πιο σπουδαία έργα του.Ένας από αυτούς είναι ο Τζ. Μ. Κουτσί που γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1940 στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής.
Μαθήτευσε σε καθολικό σχολείο, ενώ στη συνέχεια σπούδασε τόσο Μαθηματικά όσο και Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Έπειτα μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη λογοτεχνία δουλεύοντας παράλληλα ως προγραμματιστής υπολογιστών. Το 1969 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στη λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε ήδη ξεκινήσει να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο της Νέας Υόρκης και εκεί ξεκίνησε το συγγραφικό του ταξίδι με το μυθιστόρημα «Σκοτεινοί Τόποι». Έπειτα από αποτυχημένη προσπάθεια να λάβει μόνιμη άδεια παραμονής στην Αμερική –εν μέρει εξαιτίας της εμπλοκής του σε διαδηλώσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ– επέστρεψε στη Νότια Αφρική και ξεκίνησε να διδάσει αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Aπό το 2002 ζει και διδάσκει στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας
Ο Κουτσί, άνθρωπος κλειστός, μοναχικός και ντροπαλός, που απεχθάνεται τη δημόσια έκθεση, έχει βραβευτεί επανειλημμένως για την προσφορά του στη λογοτεχνία, με αποκορύφωμα τα δύο βραβεία Booker το 1983 και το 1999, αλλά και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003. Για το τελευταίο, εξαίρεται από τη Σουηδική Ακαδημία ως ένας «εργώδης αμφισβητίας, αδέκαστος στην κριτική που ασκεί στον αδυσώπητο ορθολογισμό και την εξωραϊστική λογική του δυτικού πολιτισμού». Λιτός στα λόγια του όσο και στα γραπτά του, αρνήθηκε όλες τις προσκλήσεις για συνέντευξη που ακολούθησαν τη βράβευσή του.
To απαρτχάιντ αποτέλεσε ένα από τα μεγάλα τραύματα της σύγχρονης ιστορίας. Άφησε τα ίχνη του καλά αποτυπωμένα στη χώρα, ακόμα και μετά το επίσημο τέλος του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κάνοντας τον όρο ‘Έθνος Ουράνιο Τόξο’ που επινόησε για τη Νότια Αφρική ο Ντέσμοντ Τούτου, ο Νοτιοαφρικανός αγγλικός κληρικός που τόσο πολέμησε το απαρτχάιντ, να μοιάζει ουτοπία. Τον όρο αυτό υιόθετησε και ο Νέλσον Μαντέλα για να αναφερθεί στην πολυπολιτισμικότητα ως απάντηση στην ξενοφοβική, ρατσιστική ιδεολογία του απαρτχάιντ.
Ο όρος “απαρτχάιντ” που στα αφρικάανς –τη γλώσσα των Ολλανδών αποικιοκρατών Μπόερς– σημαίνει “διαχωρισμός”, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στις εκλογές του 1948 στην Νότια Αφρική από το εθνικό κόμμα των Αφρικάνερς, απογόνων των Μπόερς. Ο όρος σηματοδότησε την απαρχή της επίσημης εφαρμογής των φυλετικών διακρίσεων στη χώρα και των πάσης φύσεως διαχωρισμών ανάμεσα στους λευκούς και έγχρωμους κατοίκους της. Οι διακρίσεις αιώνων γίνονταν τώρα επίσημη, νόμιμη κρατική πολιτική και ένας έγχρωμος πολίτης μπορούσε να διωχθεί ποινικά και να φυλακιστεί αν για παράδειγμα βρισκόταν σε γειτονιά λευκών. Ο πλούτος της χώρας συγκεντρώθηκε αποκλειστικά στα χέρια της ελάχιστης μειοψηφίας των λευκών και οι έγχρωμοι στιγματίστηκαν, φτωχοποιήθηκαν και περιθωριοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο. Όλα αυτά, λίγα μόνο χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη φρίκη του Ολοκαυτώματος.
Το απαρτχάιντ, με τις πληγές που έχει αφήσει στη νοτιαφρικανική κοινωνία, επανέρχεται στα θέματα που θίγει ο Κουτσί, ακόμα κι αν αυτό δε γίνεται πάντα άμεσα. Οι ήρωές του έχουν κάτι το τραγικό, όμως οι ιστορίες τους δε δίνονται με μελοδραματισμό. Ο Κουτσί εστιάζει στο προσωπικό και του δίνει αξία, ενώ παράλληλα μέσα από τη ζωή των ‘μικρών’, των ‘απλών’ και ‘αποκλινόντων’, μας μιλάει για το μεγάλο, το γενικό, το συνολικό· αυτό που σκιαγραφεί την εποχή του συγγραφέα αλλά και που ταυτόχρονα μας αφορά όλους.
Παρότι είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει, ήταν το 1980 –κατά τη διάρκεια δηλαδή του απαρτχάιντ– που ο Κουτσί άρχισε να γίνεται διεθνώς γνωστός με το έργο του «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Στο έργο αυτό, στήνει μία φανταστική αυτοκρατορία, εκτός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, όπου ανώνυμος πρωταγωνιστής είναι ένας Επίτροπος, αξιωματούχος ενός αποικιοκρατικού καθεστώτος που επιβλήθηκε τη χώρα των «βαρβάρων», όπως ονομάζονται οι κάτοικοι από τους αποικιοκράτες. Όταν φημολογείται ότι οι βάρβαροι πρόκειται να εξεγερθούν, η καταστολή από την πλευρά των αποικιοκρατών είναι βίαιη, ο υποτιθέμενος ‘πολιτισμός’ τους εξαφανίζεται, βλέπουμε τη βαρβαρότητα να γίνεται δικό τους ίδιον. «Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις» είναι οι δύο τελευταίοι στίχοι του ομώνυμου καβαφικού ποιήματος. Ο Κουτσί, με το να μη θέτει την αυτοκρατορία σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, κλείνει το μάτι στις σκοτεινές πρακτικές κάθε κοινωνίας και κάθε ανθρώπου. Στην αναζήτηση ενός αποδιοπομπαίου –βάρβαρου– τράγου, στην ύπαρξη του οποίου θα αποδοθούν όλα τα συλλογικά και προσωπικά δεινά (αυτό το έχουμε δει σε τόσες περιπτώσεις έκτοτε)· αλλά και στη βαρβαρότητα που βρίσκεται καλά κρυμμένη κάτω από το μανδύα της φερόμενης ως πολιτισμένης κοινωνίας και των πολιτών της.
Tρία χρόνια αργότερα, και πάλι εν μέσω απαρτχάιντ, εκδίδεται το «Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ.», το οποίο και του χάρισε το πρώτο του βραβείο Booker το 1983. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια Νότια Αφρική που μαστίζεται από μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο και πρωταγωνιστής είναι “ασήμαντος” και αφελής Μάικλ Κ., κηπουρός στο δήμο του Κέιπ Τάουν. Ο Κουτσί εδώ μας εκθέτει ξανά στη βαναυσότητα του διχασμού δίνοντάς μας ένα βαθιά υπαρξιακό έργο, για την εσωτερική δύναμη που κρύβει ο άνθρωπος, για τον αγώνα επιβίωσης, την υποτίμηση, την απανθρωποίηση που συντελείται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά και την αξιοπρέπεια, τη μοναξιά και, τελικά, για το τι αξίζει στη ζωή και πώς το διεκδικούμε. Ίσως ακόμα πιο σημαντικό, μας συστήνει έναν αληθινό άνθρωπο με τα προσωπικά του όρια, τους περιορισμούς και την τρωτότητά του. Έναν άνθρωπο που βρίσκει τον εαυτό του μπλεγμένο σε μια φρικαλαιότητα που δεν κατανοεί ούτε ελέγχει· που έχει το δικαίωμα να μην είναι ήρωας –τι θα πει άλλωστε ήρωας;–, αλλά να ψάχνει τη δική του αλήθεια, να δρα όπως νιώθει και όπως μπορεί, να διαμαρτύρεται και να απαιτεί αξιοπρέπεια με τον τρόπο που επιλέγει.
Δυστυχώς, σκέφτηκε, δυστυχώς δεν ήμουν αρκετά έξυπνος για να επιστρέψω στο Σι Πόιντ γεμάτος ιστορίες για το πώς με χτυπούσαν στα στρατόπεδα μέχρι που έγινα αδύνατος σαν στέκα και χαζός. Ημουν σιωπηλός και ηλίθιος στην αρχή, θα ‘μαι σιωπηλός και ηλίθιος στο τέλος. Δεν υπάρχει τίποτα να ντρέπεσαι όταν είσαι χαζός. Φυλάκιζαν τους χαζούς πριν να φυλακίσουν οποιουσδήποτε άλλους. Τώρα έχουν στρατόπεδα για παιδιά που οι γονείς τους το έσκασαν, στρατόπεδα για ανθρώπους που κλοτσάνε και αφρίζουν από το στόμα, στρατόπεδα για ανθρώπους για μεγάλα κεφάλια και για ανθρώπους με μικρά κεφάλια, στρατόπεδα για ανθρώπους χωρίς εμφανή μέσα συντήρησης, στρατόπεδα για ανθρώπους που διώχτηκαν από τη χώρα, στρατόπεδα για ανθρώπους που τους βρήκαν να ζουν σε αγωγούς για τα νερά της βροχής, στρατόπεδα για τα κορίτσια του δρόμου, στρατόπεδα για ανθρώπους που δεν μπορούν να προσθέσουν δύο και δύο, στρατόπεδα για ανθρώπους που ζουν στα βουνά και ανατινάζουν γέφυρες μες στη νύχτα. Ισως η αλήθεια να είναι ότι είναι αρκετό να κρατιέσαι έξω από τα στρατόπεδα, έξω απ’ όλα τα στρατόπεδα συγχρόνως. Ισως αυτό να ‘ναι μεγάλο κατόρθωμα για την ώρα. Πόσοι άνθρωποι έχουν απομείνει που δεν είναι ούτε φυλακισμένοι ούτε στέκονται σκοπιά σε κάποια πύλη; Γλίτωσα από τα στρατόπεδα? ίσως, αν κρύβομαι, να γλιτώσω και από τη φιλανθρωπία». (Απόσπασμα από το «Βίος και πολιτεία του Μάικλ K.», εκδόσεις «Νεφέλη», μετάφραση Αννα Κοτζιά.)
Το 1999, στη μετά το απαρτχάιντ πια εποχή, δημοσιεύεται η «Ατίμωση», κατά πολλούς το καλύτερο έργο του. Eδώ ο Κουτσί επικεντρώνεται στην ιστορία ενός πενηνταδυάχρονου καθηγητή που ύστερα από ερωτική σχέση που συνάπτει με φοιτήτριά του, απομακρύνεται από το πανεπιστήμιο και απομονώνεται από τον περίγυρό του. Έπειτα από αυτήν την ατίμωση, καταφεύγει στο σπίτι της κόρης του στην εξοχή και ζει μαζί της αναζητώντας το νόημα στη μοναδική σχέση που του απέμεινε. Εκεί, προσπαθώντας να κατανοήσει την ίδια την κόρη του αλλά και τις νέες δυναμικές που προκύπτουν μέσα σε μια τόσο βασανισμένη κοινωνία, θα δει την ‘ατίμωση’ να αγγίζει και εκείνη.
Ο φακός του Κουτσί αναζητά την αλήθεια και εστιάζει στις προσωπικές ανεπάρκειες απέναντι σε αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως “ηθική”· στην αίσθηση του δικαίου και της (συν)ενοχής, αλλά και στη σιωπή· στον πολιτισμό, το φύλο, τη φυλή, αλλά και τη γενιά. Παράλληλα, εστιάζει στο συλλογικό τραύμα που άφησε πίσω του το απαρτχάιντ, που ακόμα βασανίζει και διχάζει βαθιά τη νοτιοαφρικανική κοινωνία. Σε αντίθεση με τα δύο προαναφερθέντα έργα που είχαν πιο ρευστό χωροχρόνο, ταυτόχρονα αφρικανικό και παγκόσμιο, η «Ατίμωση» είναι πιο ξεκάθαρα τοποθετημένη στη Νότια Αφρική μετά τη λήξη του απαρτχάιντ. Σε μια εποχή, επομένως, που στόχος ήταν η αναζήτηση της αλήθειας και η συμφιλίωση.Με την Ατίμωση κερδίζει δεύτερο βραβείο Booker και γίνεται έτσι ο πρώτος συγγραφέας που θα βραβευτεί με Booker για δεύτερη φορά.
O Koυτσί, όντας εκτός από συγγραφέας και γλωσσολόγος, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γλώσσα και έχει ο ίδιος δηλώσει πόσο τον απασχολεί το θέμα αυτό στα έργα του. Aξίζει ιδιαίτερα μια αναφορά στη λιτότητα της γλώσσας του, στο πώς καταφέρνει με ένα μοναδικό δείγμα οικονομίας λόγου να στήσει τους κόσμους των ηρώων του, να θέσει υπαρξιακά ερωτήματα και ηθικούς προβληματισμούς.
Έτσι, με δωρικό ύφος, περιορισμένα εκφραστικά μέσα και γλωσσικές επιλογές που μπορεί να μοιάζουν φαινομενικά αθώες αλλά είναι απόλυτα στοχευμένες, ο Κουτσί επιτυγχάνει να δημιουργήσει μεγάλη λογοτεχνία με ηθικό αντίκτυπο και υπαρξιακό βάθος. Ο τρόπος, για παράδειγμα, που απευθύνεται ο ένας ήρωας στον άλλον ή εκφράζεται ο ένας για τον άλλον, όπως και τα ονόματά τους ή η γλώσσα που χρησιμοποιούν, φανερώνουν πολλά για τη θέση των υποκειμένων, τις σχέσεις μεταξύ αυτών, αλλά και τον κόσμο που τα περιβάλλει.
Ο κόσμος των ιστοριών του Κουτσί είναι από τη μία νοτιοαφρικανικός και από την άλλη παγκόσμιος. Από τη μία απευθύνεται στη συλλογική μας συνείδηση κι από την άλλη μιλά για κάτι πολύ προσωπικό στον καθένα. Μέσα από τα έργα του αγγίζει συχνά και τον δικό του, ιδιωτικό κόσμο, για τον οποίο δε μιλά σε συνεντεύξεις του αλλά αποκαλύπτει ενίοτε μέσω της γραφής του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το έργο του Ελίζαμπεθ Κοστέλλο(2003), στο οποίο η ομώνυμη πρωταγωνίστρια –Αυστραλέζα διάσημη ηλικιωμένη συγγραφέας– μιλάει για όλες τις πτυχές της ζωής της, με πολλούς να τη θεωρούν το πιο χαρακτηριστικό λογοτεχνικό alter ego του Κουτσί.
Το έργο του μεγάλου αυτού συγγραφέα –χωρίς βέβαια να αναπαριστά πιστά μία πραγματικότητα– αποτελεί αφενός ένα αιχμηρό σχόλιο στο απαρτχάιντ, όσα έφερε και όσα άφησε στο πέρασμά του. Παράλληλα όμως, προχωράει πέραν του συγκεκριμένου και αγγίζει την ανθρώπινη συνθήκη και εμπειρία με συμπάθεια, κατανόηση και ειλικρίνεια. Οι ήρωες είναι αν μη τι άλλο αληθινοί και βαθιά ανθρώπινοι: κάνουν λάθη, αποτυγχάνουν, φοβούνται, αμφιβάλλουν, εκνευρίζονται. Με τα ερωτήματα και τους ηθικούς προβληματισμούς που θέτει, με τη φαντασία, την αλληγορία και τους συμβολισμούς, το έργο του Κουτσί μας παρακινεί να διερωτηθούμε πάνω στα ζητήματα της ύπαρξης: ποιοι είμαστε, πώς επιλέγουμε να ζήσουμε, πώς συσχετιζόμαστε με όσους και όσα μας περιβάλλουν· πώς είναι ο κόσμος αλλά και πώς (δε) θα μπορούσε να είναι.
Ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι γεννήθηκε το 1940 στο Κέιπ Τάουν. Σπούδασε στη Νότιο Αφρική και στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως καθηγητής πανεπιστημίου ως το 1983. Το 1984 εκλέχτηκε καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν. Το 2002 μετακόμισε στην Αυστραλία, όπου και διαμένει. Η καριέρα του ως συγγραφέα ξεκίνησε το 1974. Έχει γράψει τα βιβλία: “Dusklands” (ελλ. μτφρ. “Σκοτεινές χώρες”, 1974), “Στην καρδιά της χώρας” (1977), “Περιμένοντας τους βαρβάρους” (1980, Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο της Νότιας Αφρικής, βραβεία James Tait Black και Geoffrey Faber), “Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ.” (1983, βραβείο Booker, βραβείο Femina και Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), “Foe” (ελλ. μτφρ. “Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα”, 1986), “Τα χρόνια του σιδήρου” (1990, βραβείο της Sunday Express για το Βιβλίο της Χρονιάς), “Ο άρχοντας της Πετρούπολης” (1994, Διεθνές Βραβείο Μυθοπλασίας των Irish Times), “Ατίμωση” (1999, βραβείο Booker και Commonwealth writers’), “Ελίζαμπεθ Κοστέλο” (2003), “Slow man” (ελλ. μτφρ. “Ένας αργός άνθρωπος”, 2005), τα αυτοβιογραφικά αφηγήματα “Σκηνές απ’ τη ζωή ενός παιδιού” (1997, υποψήφιο για το National Book Critics Circle Award) και “Σκηνές απ’ τη ζωή ενός νέου”, καθώς και δοκίμια λογοτεχνικού περιεχομένου. Ο Τζ. Μ. Κούτσι ήταν ο πρώτος συγγραφέας που είχε την τιμή να του απονεμηθεί δύο φορές το βραβείο Booker. Το 2003 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο της Κοινοπολιτείας, το Prix Etranger Femina και έχει λάβει τρεις φορές την υψηλότερη τιμητική διάκριση στη χώρα του.
Βραβεία:
Νόμπελ Λογοτεχνίας 2003
Πληροφορίες από: Wikipedia | Britannica | Literatur Festival | The Guardian | The Nation | The Nobel Prize | Ιστορικό Ανθολόγιο & Εκπαιδευτικός Οδηγός – Διακρίσεις και Διώξεις στη Σύγχρονη Εποχή