Στις αρχές Οκτωβρίου του 1941, στην Αθήνα αρχίζουν να καταγράφονται οι εικόνες και τα σημάδια αυτού που επρόκειτο να επακολουθήσει τον τρομερό χειμώνα του ’41-’42: Της μεγάλης πείνας.
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί ολοκληρώνουν την κατάληψη και κατοχή της Ελλάδας και το πρώτο που κάνουν είναι ο σχηματισμός δωσίλογης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου, ένα όνομα που έχει μείνει στην ιστορία ως συνώνυμο με την προδοσία.
Φυσικά ο Τσολάκογλου δεν έδρασε μόνος του· υπήρχε ένα ολόκληρο σύστημα που τον στήριξε και συμμετείχε πρόθυμα στη δημόσια διοίκηση της χώρας όπως αυτή διαμορφώθηκε. Πολλοί -αν όχι οι περισσότεροι- από αυτούς τους ανθρώπους δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Η κυβέρνηση του Τσολάκογλου υπήρξε απολύτως συνένοχη στο έγκλημα που συντελέστηκε τον επόμενο χρόνο και είναι ο Μεγάλος Λιμός της Κατοχής.
Η Ελλάδα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι Γερμανοί περιορίστηκαν σε περιοχές στρατηγικής σημασίας: θύλακες στην Αττική, Θεσσαλονίκη και Κεντρική Μακεδονία, ορισμένα νησιά του Αιγαίου, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης και την όχθη του Έβρου. Οι Ιταλοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ οι Βούλγαροι την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.
Η κατοχική πραγματικότητα άρχισε να ξεδιπλώνεται αμέσως: Υπερπληθωρισμός και ανεξέλεγκες επιτάξεις. Τα υπέρογκα έξοδα που ξαφνικά όφειλε η Ελλάδα στους κατακτητές υπήρξαν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν της κατεχόμενης Ευρώπης, φτάνοντας στο 113,7% του ΑΕΠ. Πλουσιότερες χώρες, επιβαρύνθηκαν με πολύ μικρότερα ποσά. Η Νορβηγία κατέβαλλε το 69% του ΑΕΠ, ενώ το Βέλγιο και η Ολλανδία το 24% και 18% αντίστοιχα.
Επιπροσθέτως η άγρια επιδρομή στα συναλλαγματικά αποθέματα των τραπεζών γονάτισε τα οικονομικά μεγέθη.
Μια άνευ προηγουμένου ληστρική επιδρομή
Από τα μέσα Μαΐου του 1941, το Γραφείο Πολεμικής Οικονομίας της Βέρμαχτ κατέάσχεσε όλα τα διαθέσιμα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και τα βιομηχανικά προϊόντα, για να τα στείλει στη Γερμανία. Ακολούθησαν όλα τα σημαντικά ακατέργαστα υλικά και τα αγροτικά προϊόντα. Κατά παράβαση των κανόνων περί επιτάξεων σε κατεχόμενη χώρα, σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Χάγης του 1907, οι γερμανικές και οι ιταλικές κατοχικές Αρχές αντιμετώπισαν τα περισσότερα προϊόντα ως λάφυρα πολέμου.
Επιχειρήσεις που δεν δέχονταν να συνεργαστούν με τις κατοχικές Αρχές, δημεύονταν και τα κινητά τους περιουσιακά στοιχεία (μηχανήματα κάθε είδους) αποστέλλονταν στο Γ΄ Ράιχ για εκμετάλλευση. Ακόμη και πολλές που συνεργάστηκαν είχαν την ίδια τύχη, με διάφορες «αφορμές», δεν υπήρχαν κανόνες στην πραγματικότητα, ήταν «ό,τι βόλευε».
Οι Γερμανοί παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις, δεν έδιναν δεκάρα για τους ντόπιους πληθυσμούς και αν αυτοί μπορούσαν να επιβιώσουν. Μοναδικά και διαρκής τους προτεραιότητα ήταν η συνεχής τροφοδοσία της μητέρας πατρίδας και της αδηφάγου πολεμικής της μηχανής.
Όπως ήταν φυσικό, αυτά που χτυπήθηκαν πιο αλύπητα ήταν τα αστικά κέντρα. Με κλατεστραμμένες όλες τις υποδομές, ήταν αδύνατη η μεταφορά τροφίμων από την επαρχία προς την πρωτεύουσα. Ακόμη και αν έμεναν τρόφιμα στην επαρχία:
Ο βιογράφος του στρατάρχη Ρόμελ, φον Έσμπεκ, έγραψε ότι ενώ υποτίθεται ότι η Ελλάδα ήταν το βασικό σημείο ανεφοδιασμού των Άφρικα Κορπς στη βόρεια Αφρική, ο Ρόμελ δεν πήρε τίποτα για τους στρατιώτες του από τη χώρα μας. «Οι θυσίες για την κατάληψη της Κρήτης χρησίμευσαν μόνον για να στέλνουν οι Γερμανοί στρατιώτες τενεκέδες λάδι στις οικογένειές τους στη Γερμανία».
τα ίδια και χειρότερα έκαναν και οι Βούλγαροι στις παραδοσιακά εύφορες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που παρείχαν την μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων σε ολόκληρη την χώρα προπολεμικά. Τα τρόφιμα έφευγαν πλέον προς τη Βουλγαρία.
Το Σεπτέμβριο του 1941, και ενώ τα πρώτα σημάδια του λιμού διαφαίνονταν, η κυβέρνηση του Γ΄ Ράιχ δήλωνε: «Είναι πολύ πιο επείγον να στηρίξουμε με τρόφιμα το Βέλγιο και ίσως την Ολλανδία και τη Νορβηγία, υπό το πρίσμα των στρατιωτικών μας προσπαθειών, από το να στηρίξουμε την Ελλάδα».
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το λιμό φέρουν και οι Άγγλοι, οι οποίοι επέβαλαν ναυτικό αποκλεισμό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, βρίσκει την Ελλάδα ο χειμώνας του 1941–1942, που είναι επιπλέον και πολύ κρύος.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν στους δρόμους
«Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα», έγραψε η Ελένη Βλάχου. «Άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα. Καμιά φορά τους βλέπεις πεσμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;»
«Η πείνα θερίζει, έγραφε συγκλονισμένος και ο Ροζέ Μιλλιέ, τότε διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου, «από Πανεπιστημίου ίσαμε το Ινστιτούτο είδα ακόμη δυο παιδάκια 14 – 15 χρονών το ένα, 7 – 8 το άλλο, να πέφτουν κάτω από την εξάντληση. Δεν υπάρχουν πια ούτε φέρετρα για τους νεκρούς».
Ο λιμός έπληξε κυρίως τις μεγάλες πόλεις της χώρας: Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, αλλά και τη νησιωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Μύκονο, τη Σύρο και τη Χίο.
Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως πάντα, ήταν τα πιο ευάλωτα: Άνεργοι, εργάτες, συνταξιούχοι και υπάλληλοι, καθώς το χρήμα έχανε ραγδαία την αξία του.
Βαρύ φόρο πλήρωσαν και οι στρατιώτες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Οι τραυματίες και ασθενείς είχαν αφεθεί στα νοσοκομεία χωρίς μέριμνα και οι υγιείς στρατιώτες από την επαρχία δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και γίνονταν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά.
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922, που ήταν εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα, δοκιμάστηκαν για μια ακόμη φορά, καθώς έμεναν σε παραπήγματα σε προσφυγικές γειτονιές. Πολλοί από αυτούς, που δούλευαν ως εργάτες σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες έμειναν χωρίς εισόδημα.
Ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, περιγράφει την πρωτεύουσα της χώρας:
«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τούς σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».
Όπως αναφέρει ο ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ «το Υπουργείο Τροφίμων και Γεωργίας του Ράιχ γνώριζε το μέγεθος της κατάστασης, αλλά ήταν ενάντια στο να δοθεί οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα». Τα στελέχη του υποστήριζαν ότι «δεν μπορούσαν να σταλούν σιτηρά στην Ελλάδα χωρίς να μπει σε κίνδυνο η τροφοδοσία της ίδιας της Γερμανίας». Η στάση τους μεθόδευσε τους μαζικούς θανάτους.
Σύμφωνα με τα αρχεία των κατοχικών Αρχών ο αριθμός των θανάτων τον χειμώνα του 1941–1942 εκτοξεύτηκε: ο μέσος όρος θανάτων τον Νοέμβριο του 1941 τετραπλασιάστηκε από τον αντίστοιχο της περιόδου 1931–1940, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου–Μαρτίου εξαπλασιάστηκε.
Η πραγματική έκταση της ανθρωπιστικής καταστροφής ήταν πολύ πιο δραματική, καθώς ένας μεγάλος αριθμός θανάτων δεν αναφέρονταν στις Αρχές, προκειμένου τα κουπόνια διατροφής που χρησιμοποιούσαν οι νεκροί για τα συσσίτια να χρησιμοποιηθούν κυρίως από συγγενείς τους.
Στην πραγματικότητα, στην Αθήνα την περίοδο 1941 – 1942 πέθαναν από τον λιμό κατά προσέγγιση 45.000 άνθρωποι, ενώ στη Θεσσαλονίκη το χρονικό διάστημα 1942 – 1943 πέθαναν από ασιτία, σε συνδυασμό και με την ελονοσία, περίπου 5.000 άνθρωποι.
Στην κορύφωση του λιμού, τον Ιανουάριο του 1942, πέθαιναν περίπου 600 άτομα καθημερινά από την πείνα.
Ο παράδεισος του μαυραγορίτη
Ο κόσμος άρχισε να εφευρίσκει ασυνήθιστες διατροφικές μεθόδους και συνώνυμο της κατοχικής πείνας γίνονται η μπομπότα (καλαμποκάλευρο) και το κουκουτσάλευρο. Οι άνθρωποι έτρωγαν σκαντζόχοιρους, μουλάρια και χελώνες. Αν έβρισκαν. Αλλιώς πέθαιναν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες άνθισαν και οι κάθε λογής καιροσκόποι αλλά και οι μαυραγορίτες. Η στενή συνεργασία τους με τους Ναζί στην καταλήστευση του ελληνικού λαού, προκάλεσε τον πρωτόγνωρο σε ένταση διχασμό, ανάμεσα σε αυτούς που αντιστάθηκαν και αυτούς που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές.
Σύμφωνα με τα πρακτικά μεταπολεμικών δικών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής άλλαξαν χέρια περίπου 350.000 ακίνητα τα οποία αγοράστηκαν από 60.000 άτομα με αντίτιμο, κατά μέσο όρο, το 7% της προπολεμικής τους αξίας.
Τον Οκτώβριο του 1941, έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά, το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς», μεταφέροντας επισιτιστική βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Μαζί ταξίδευσε και ο ανταποκριτής της τουρκικής εφημερίδας Vatan, ο οποίος επιστρέφοντας στην Τουρκία έγραψε:
«Ότι είδα στην Ελλάδα είναι εκατό φορές χειρότερα απ’ όσα έχουν γραφτεί για την άθλια κατάσταση εκεί. Μου φάνηκε πως έμπαινα στην Κόλαση. Κουβέντιασα με κάποιον που τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του, είχε χάσει το μισό του βάρος. Όταν το πλήρωμα του πλοίου βγήκε στη στεριά, το περικύκλωσαν εκατοντάδες άνθρωποι που φώναζαν: “Δώστε μας τουλάχιστον ένα ψίχουλο ψωμί, πεθαίνουμε από την πείνα”. Οι Γερμανοί φρουροί διέλυσαν το πλήθος. Περπατώντας μέσα στην πόλη είχαμε κυριευθεί από φρίκη. Οι άνθρωποι που συναντούσαμε έμοιαζαν με σκελετούς».
Τον Φεβρουάριο του 1942 ο Γκαίμπελς έγραφε στο ημερολόγιό του ότι «οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα τούς έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις».
Δεν είχε και τόσο δίκιο βέβαια και η ελληνική αντίσταση το απέδειξε.
Πηγή Cnngr